βλακόμετρο

βλακόμετρο
το набитый дурак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βλακόμετρο" в других словарях:

  • βλακόμετρο — το αυτός που λειτουργεί ως πρότυπο βλάκα, που χρησιμεύει ως μέτρο βλακείας: Ο Γιώργος είναι σωστό βλακόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλακόμετρο — το εκείνος που μπορεί να χρησιμεύσει ως μέτρο βλακείας, ο πολύ βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαξ ( κός) + μετρό. Η λ. βλακόμετρον, το μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»